ναυπηγία

ναυπηγία
η постройка кораблей; кораблестроение, судостроение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ναυπηγία" в других словарях:

  • ναυπηγία — ναυπηγίᾱ , ναυπηγία shipbuilding fem nom/voc/acc dual ναυπηγίᾱ , ναυπηγία shipbuilding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγίᾳ — ναυπηγίαι , ναυπηγία shipbuilding fem nom/voc pl ναυπηγίᾱͅ , ναυπηγία shipbuilding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγία — η (Α ναυπηγία και ιων. τ. ναυπηγίη) [ναυπηγός] ναυπήγηση, κατασκευή πλοίων νεοελλ. 1. ναυπηγική τέχνη 2. (ειδικά) η επιστήμη τού ναυπηγού, ο κλάδος που πραγματεύεται θέματα σχετικά με τη ναυπήγηση …   Dictionary of Greek

  • ναυπήγια — ναυπήγιον shipbuilder s yard neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγίας — ναυπηγίᾱς , ναυπηγία shipbuilding fem acc pl ναυπηγίᾱς , ναυπηγία shipbuilding fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγίαι — ναυπηγία shipbuilding fem nom/voc pl ναυπηγίᾱͅ , ναυπηγία shipbuilding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγίαν — ναυπηγίᾱν , ναυπηγία shipbuilding fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγίαις — ναυπηγία shipbuilding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγίην — ναυπηγία shipbuilding fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγίης — ναυπηγία shipbuilding fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγικός — ή, ὁ (Α ναυπηγικός, ή, όν) [ναυπηγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυπηγία ή αυτός που είναι κατάλληλος για τη ναυπηγία 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η ναυπηγική και το ναυπηγικό α) η επιστήμη και η τέχνη τής σχεδίασης και κατασκευής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»